δεκάχρονος

δεκάχρονος
-η, -ο
1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια δέκα ετών.
2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., δεκάχρονα η δεκαετηρίδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεκάχρονος — η, ο (AM δεκάχρονος, ον) 1. αυτός που έχει ηλικία δέκα χρόνων 2. αυτός που διαρκεί δέκα χρόνια νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεκάχρονα η δεκαετία, η δεκαετηρίδα …   Dictionary of Greek

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • Νικηφόρος ο Καίσαρ — Γιος του βασιλιά του Βυζάντιου Κωνσταντίνου E’ (741 775) και αδελφός του Λέοντα Δ’ (775 780), ο οποίος τον εξόρισε στη Χερσώνα με την κατηγορία ότι συνομωτούσε εναντίον του. Αφού ανακλήθηκε μετά από λίγο από την εξορία του, ο Ν. έμεινε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”